ισεντροπικός

ισεντροπικός
-ή, -ό
φυσ. αυτός που έχει ίση εντροπία* με κάποιον άλλο
όρος που αναφέρεται σε μεταβολή κατάστασης ενός θερμοδυναμικού συστήματος κατά τη διάρκεια τής οποίας η εντροπία τού συστήματος παραμένει σταθερή
τέτοια μεταβολή είναι η αδιαβατική αντιστρεπτή μεταβολή, στην οποία δεν έχουμε απαγωγή ή προσαγωγή θερμότητας στο σύστημα και επομένως η εντροπία είναι σταθερή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”